ἐκρέω
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
pf. -ερρύηκα (v. infr.): aor. Pass. ἐξερρύην in act. sense, Hp. Aph.6.27, Pl.R. 452d, Dor. 3sg. -ερρύα IG4.952.3 (Epid.):—
A flow out or flow forth, ἐκ δ' αἷμα μέλαν ῥέε Il.21.119; ἔκ τινος Pl.Phd. 112a; of streams, ἐκρέω ἐς θάλασσαν Hdt.2.20; ἐ. ἔξω ib.149.
2 of feathers, fall off, ἐξερρύηκε τὰ πτερά Ar.Av.104; of hair,Arist.HA518a32.
b shed fruit, ἐκρυήσεται ἡ ἐλαία LXX De.28.40.
3 metaph., melt or fall away, disappear, Pl.R. 452d, Thg.130e; ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων they faded from their memory, Plu. Them.12.
II c. acc. cogn., shed, let fall, χάριν ἐξέρρευσας AP11.374 (Maced.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. pas. aor. 3a sg. c. sent. act. ἐξερρύα IG 42.122.3 (IV a.C.)]
I intr.
1 de líquidos, humores brotar, fluir, salir ἐκ δ' αἷμα μέλαν ῥέε Il.13.655, 21.119 (tm.), ἐκ δ' ἐγκέφαλος ... ῥέε Od.9.290 (tm.), ἐκρυέντος τοῦ πύου Hp.Aph.6.27, cf. Thphr.HP 4.2.3, ἀποθνῄσκει τοῦ αἵματος ἐκρυέντος τὸ ἔμβρυον Arist.HA 587a17, ἐξερρύα συχνὸν ὑγρόν de una cabeza cortada IG l.c., cf. A.R.4.1679 (tm.), Hierocl.Facet.182
•c. ἐκ y gen. ἵνα ... ὡς ὑγρὸν ἐκ μανοῦ τοῦ σώματος ἐκρέοι (αἷμα) Pl.Ti.85c, οἱ ποταμοὶ ... ἐκ τούτου (Ταρτάρου) Pl.Phd.112a, τῶν ἀνθῶν ἐκ τῶν πόρων ἐκρυέντων al salir el tinte de los conductos Arist.Col.794a29
•de ríos o corrientes desaguar totalmente, verter toda el agua c. adv. o compl. de direcc. ἐ. ἔξω Hdt.2.149, ἀνέμους ... κωλύοντας ἐς θάλασσαν ἐκρέειν τὸν Νεῖλον Hdt.2.20.
2 caerse ἐξερρύηκε (τὰ πτερά) de un ave, Ar.Au.104, cf. Luc.DDeor.10.1, τρίχες Arist.HA 518a32, glos. a μαδᾷ Hsch.
3 marcharse del todo, irse ἐξερρύησαν πολλοὶ ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς muchos huyeron del campamento LXX 1Ma.9.6, οὐκ ἐκρέουσα (ἡ ψυχή), ἀλλὰ μένουσα Plot.5.1.3.
4 fig. desaparecer, borrarse, esfumarse τὸ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς δὴ γελοῖον ἐξερρύη Pl.R.452d, ἐκείνη ἡ ἕξις ἐξερρύηκε Pl.Thg.130e, ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων se les olvidaron a los griegos las palabras de Temístocles Plu.Them.12, τὸ πρὸς Ῥωμαίους δέος ἤδη τῶν βαρβάρων ἐξερρυηκός Plu.Pomp.12, θατέρου (ὠτὸς) δὲ παραχρῆμα ἐξερρύη (τὰ πολλὰ τῶν λεχθέντων) Aristaenet.1.24.23, γράμματα ἐν στήλαις ... ἐξερρυηκότα Poll.5.150, τηλικαύτας ἀρετὰς καὶ τοσαύτας ἐκρυείσας τῆς ψυχῆς Plu.2.792d.
II 1perder, dejar escapar τὴν χάριν ἐξέρρευσας, ὅσην ἔχες todo el encanto que tenías se ha esfumado, AP 11.374 (Maced.).
2 expeler, espirar τὸ πνεῦμα Poll.2.76.
German (Pape)
[Seite 777] (s. ῥέω), aus-, wegfließen; Hom. in tmesi, ἐκ δ' αἷμα μέλαν ῥέε Il. 21, 119 u. öfter, wie Ap. Rh. 1, 1679; ἐξεῤῥύηκε τὰ πτερά Ar. Av. 104; ἔκ τινος, Plat. Phaed. 112 a; entfallen, sich allmälig verlieren, τὸ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς γελοῖον ἐξεῤῥύη ὑπὸ τοῦ ἀρίστου Rep. V, 452 d; ἐξεῤῥύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων, sie entfielen den Griechen, Plut. Them. 12, vgl. Pomp. 12. Bei Maced.. 16 (XI, 374) ist es act., τὴν χάριν ἐξέῤῥευσας, hast ausgeströmt, verloren.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκρεύσομαι, ao. ἐξέρρευσα, ao.2 ἐξερρύην, pf. ἐξερρύηκα;
couler de, s'écouler ; fig. s'écouler, disparaître, être oublié.
Étymologie: ἐκ, ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκρέω: (fut. ἐκρεύσομαι, aor. ἐξέρρευσα, aor. 2 ἐξερρύην, pf. ἐξερρύηκα)
1 вытекать, литься (ἐκ δ᾽ αἷμα ῥέε Hom.; ἐκ τοῦ χάσματος Plat.; αἷμα ἐκρυέν и ἐξερρυηκός Arst.);
2 изливаться, втекать, впадать (ἐς θάλασσαν Her.);
3 выпадать (τὰ πτερὰ ἐξερρύηκε Arph.; τρίχες ἐκρέουσιν Arst.);
4 прекращаться, кончаться, исчезать (τὸ γελοῖον ἐξερρύη Plat.; τὸ δέος ἐξερρυηκός Plut.): ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων Plut. греки забыли о словах Фемистокла;
5 утрачивать, терять (τὴν χάριν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρέω: μέλλ. ἐκρυήσομαι, καὶ σπαν. -ρεύσομαι, πρκμ. -ερρύηκα: ἀόρ. παθ. ἐξερρύην, Πλάτ. Πολ. 452D· σπαν. ἐξέρρευσα: - ῥέω ἔκ τινος πράγματος, ἐκ δ’ αἷμα μέλαν ῥέε Ἰλ. Φ. 119· ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 112Α ἐπὶ ποταμῶν, ἐκρ. ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 2. 20· ἐκρ. ἔξω αὐτόθι 149. 2) ἐπὶ πτερῶν, ἐξερρύηκε τὰ πτερὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 104· ἐπὶ τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 9. 3) μεταφ., ἐκπίπτω, ἀφανίζομαι, γίνομαι ἄφαντος, Λατ. effluere, Πλάτ. Πολ. 452D, Θεαγ. 130Ε· ἐξερρύησαν οἱ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων, ἐλησμονήθησαν, Πλουτ. Θεμ. 12. ΙΙ. μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ἐκχέω, ἐξαφανίζω, τὴν χάριν ἐξέρρευσας ὅσην ἔχες Ἀνθ. Π. 11. 374.
Greek Monolingual
(Α ἐκρέω)
1. ρέω από κάπου ή από κάτι
2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω
3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι
4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος
5. λησμονιέμαι
6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω κάτι να φυλλορροήσει, εξαφανίζω («τὴν χάριν ἐξέρρευσας»).
Greek Monotonic
ἐκρέω: μελ. -ρεύσομαι, παρακ. ἐξερρύηκα, Παθ. αόρ. βʹ ἐξερρύην με Ενεργ. σημασία,
I. 1. ξεχύνομαι ή απορρέω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ.
2. λέγεται για φτερά, πέφτω, μαδώ, σε Αριστοφ.
3. μεταφ., αφανίζομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, χάνομαι, Λατ. effluere, σε Πλάτ.
II. με σύστ. αιτ., επιρρίπτω, χαρίζω, ρίχνω, χάριν, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. -ρεύσομαι perf. ἐξερρύηκα aor2 pass. ἐξερρύην
I. in act. sense:— to flow out or forth, Il., Hdt., Plat.
2. of feathers, to fall off, Ar.
3. metaph. to fall away, disappear, Lat. effluere, Plat.
II. c. acc. cogn. to shed, let fall, χάριν Anth.