ἀποδιδύσκω
English (LSJ)
= ἀποδύω, τινάς Artem.2.69:—Med., Parth.15.3; cast off, slough off, γῆρας Artem.2.13,14.
Spanish (DGE)
1 desnudar, despojar τοὺς ἐντυγχάνοντας Artem.2.69
•en v. med. Parth.15.3
•fig. de Cristo ἀποδιδύσκων αὐτοὺς τὸν τῆς ἁμαρτίας χιτῶνα Eus.M.24.461A.
2 abandonar γῆρας Artem.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῐδύσκω: ἀποδύω, μετ’ αἰτ. προσ., Ἀρτεμ. 2. 74: ― Μέσ., Παρθέν. 15.
German (Pape)
= ἀποδύω, Parthen. 15.