τινάς

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

και τινάδες, Ν
σπάν. τ. ονομ. πληθ. του αρσ. της αόρ. αντων. τις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τινά, αιτ. της αόρ. αντωνυμίας τις, κατά τα αρσ. σε -άς].