ἀποεργάθω

English (LSJ)

v. ἀπείργαθον.

German (Pape)

[Seite 302] (vgl. ἀπείργω), trennen, entfernen, Πηλείωνα – λαοῦ Il. 21, 599; ῥάκεα οὐλῆς Od. 21, 921.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἀποέργαθεν;
tenir écarté.
Étymologie: ἀπό, *ἐργάθω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποεργάθω: и ἀποέργω Hom. = ἀπείργω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποεργάθω: ἴδε ἀπείργαθον: - ἀποέργω, ἴδε ἐν λ. ἀπείργω.

English (Autenrieth)

(ἀποϝ.), ipf. ἀποέργαθε (ἀπεέρ.): keep away from, remove from, Il. 21.599, Od. 21.221.