ἀποθαρρύνω

English (LSJ)

encourage, τοὺς φίλους App.Hann.12.

Greek Monolingual

ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.

German (Pape)

ermutigen, App.