ἀποκάτω

English (LSJ)

[κᾰ], from below, Sch.D.T.p.23H.

Spanish (DGE)

adv. abajo Sch.D.T.23.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάτω: ὡς καὶ νῦν, κάτωθεν, Γραμμ.

Greek Monolingual

κ. -κατου (AM ἀποκάτω)
κάτω από (σε αντίθεση προς το επάνω).