ἀποκραδίζω

English (LSJ)

(κράδη) pluck from the fig tree, ἐρινούς Nic.Al. 319.

Spanish (DGE)

(ἀποκρᾰδίζω) coger de una higuera ἐρινούς Nic.Al.319.

German (Pape)

[Seite 308] von dem Feigenbaum nehmen, Nic. Al. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρᾰδίζω: (κράδη) ἀποδρέπω, ἀποκόπτω ἀπὸ τῆς συκῆς, ὀπόεντας ἀποκραδίσειας ἐρινεούς, «ἀπὸ τῆς κράδης κόψειας, οἷον ἀποσυκίσειας» (Σχόλ.) Νικ. Ἀλ. 319.