ἀποκρυσταλλόομαι

English (LSJ)

Pass., become all ice, Sch.Il.23.281.

Spanish (DGE)

helarse Sch.Il.23.281.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρυσταλλόομαι: παθ., κρυσταλλώνω, παγώνω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281.

Greek Monolingual

ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)
νεοελλ.
1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή
2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι
(αρχ., -ούμαι)
κρυσταλλιάζω, παγώνω.