ἀπολοπίζω
English (LSJ)
= ἀπολέπω, skin, peel, prob.1. for -λογίζειν, -λογιζων, Ar.Fr.135, Antiph.128, cf. Phryn.PSp.44 B.
Spanish (DGE)
quitar la piel prob. al pescado, Ar.Fr.138, <ἰχθῦς> Antiph.128, cf. Pherecr.226.
German (Pape)
[Seite 313] nach Phryn. B. A. 25 bessere Form als ἀπολεπίζω; s. auch ἀπολογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολοπίζω: Arph. = ἀπολέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολοπίζω: ἀπολέπω, ἀφαιρῶ τοὺς φλοιούς, ἀπολεπίζω, ἐκλεπίζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 185 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Fritzsche ἀντὶ τοῦ ἀπολογίζειν)· οὕτω καὶ ἀπολοπίζων ἀντὶ ἀπολογίζων ἐν Ἀντιφάν. «Κουρίδι» 1, 3· «ἀπολοπίζειν, διὰ τοῦ ο τὴν τρίτην, οὐ διὰ τοῦ ε» Α. Β. 25, 26.
Greek Monolingual
ἀπολοπίζω (Α)
απολέπω.