ἀπονάρκωσις

English (LSJ)

ἀποναρκώσεως, ἡ, numbness, insensitivity, insensibility, Id.Art.46, Arist.Pr.875b7.

Spanish (DGE)

ἀποναρκώσεως, ἡ
medic. embotamiento, torpor πιεχθεὶς δ' ἂν (la médula espinal) ... ἀπονάρκωσιν ποιήσειεν Hp.Art.46, αἱ ἀποναρκώσεις τάχιστα μετὰ τοὺς πότους γίνονται Arist.Pr.875b7.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, das gänzliche Erstarren, Hippocr., neben ἀποπληξία, Arist.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονάρκωσις: ἀποναρκώσεως ἡ Arst. = ἀπονάρκησις (оцепенение).

Greek Monolingual

η (Α ἀπονάρκωσις)
πλήρης μέχρι αναισθησίας νάρκωση.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονάρκωσις: -εως, ἡ μέχρι βαθμοῦ ἀναισθησίας νάρκωσις, οὔρων σχεσέων καὶ ἀποναρκωσέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. τ. 4. σ. 216, 3 Littr., αἱ ἀποπληξίαι καὶ αἱ ναρκώσεις τάχιστα μετὰ τοὺς πότους γίνονται Ἀριστ. Προβλ. 3. 29.