ἀποπληξία

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπληξία Medium diacritics: ἀποπληξία Low diacritics: αποπληξία Capitals: ΑΠΟΠΛΗΞΙΑ
Transliteration A: apoplēxía Transliteration B: apoplēxia Transliteration C: apopliksia Beta Code: a)poplhci/a

English (LSJ)

Ion. ἀποπληξίη, ἡ,
A madness, Phld.Rh.1.145S., Vit.p.7J.; μάντεων Phleg.Mir.2.
2 of body, apoplexy, Hp.Aph.2.42, Aret.SD1.7; ἀποπληξία μέρους paralysis, Arist.Pr.905a17: in plural, ib.860a33, al.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀποπληξίη
1 medic. apoplejía, parálisis Hp.Flat.13, Gland.12, Aph.2.42, 3.23, ξυνουσίη ἀποπληξίη σμικρή Democr.B 32, cf. Arist.Pr.860a33, Plu.2.124c, Aret.SD 1.7.1, 2
c. gen. σώματος Hp.Coac.490, γλώσσης ... ἢ βραχίονος Hp.Coac.353, μέρους Arist.Pr.905a17
paralización ἀποπληξία διανοίας ... κεκακῶσθαι Hp.Ep.10 (p.324).
2 estupidez, insensatez παύεσθαι τῆς ἀποπληξίας Aristo Phil.14.3.17, τελειοτάτη Phld.Rh.2.273Aur., c. gen. τοῦ ἐγκωμιάζειν Phld.Rh.1.214, μάντεων Hiero Alexandrinus en Phleg.36.2.4.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Schlagfluß, Lähmung des Körpers od. einzelner Glieder, Medic.; VLL. erkl. auch μανία, ἄνοια.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπληξία:паралич Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπληξία: ἡ, πάθος τῆς ψυχῆς, «θλῖψις, μανία, ἄνοια» Σουΐδ., «μανίαἄνοια» Ἡσύχ. 2) πάθος τοῦ σώματος, ἀποπληξίη μὲν ὅλου τοῦ σκήνεος, καὶ τῆς αἰσθήσιος... καὶ κινήσιός ἐστι παράλυσις Ἀρετ. περὶ αἰτ. Χρ. Παθ. 1. 7. Λατ. sideratio, Ἱππ. Ἀφ. 1246, κτλ. ἴδε Greenhill. Θεοφ. σ. 185· ἀπ. μέρους Ἀριστ. Πρβλ. 11. 54: κατὰ πληθ., αὐτόθι 1. 9, 4, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η (AM ἀποπληξία, Α κ. -πληγία) απόπληκτος
νεοελλ.
το αποτέλεσμα σημαντικής ελάττωσης της αιμάτωσης κάποιου τμήματος του εγκεφάλου ή ενδοκρανιακής αιμορραγίας
αρχ.
1. παράλυση των πνευματικών λειτουργιών, μανία, παραφροσύνη, άνοια
2. παράλυση του σώματος.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνικανότητα ἐξαιτίας πληγμάτων, πάθος ψυχῆς, θλίψη). Ἀπό τό ἀπό + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

madness

Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція