ἀπονάρκησις
From LSJ
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἀπονάρκωσις (insensibility), Plu.2.652e.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
embotamiento, insensibilidad de miembros, Plu.2.652e.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, Erstarrung, Plut. Symp. 3, 5, 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
engourdissement.
Étymologie: ἀποναρκάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονάρκησις: εως ἡ оцепенение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονάρκησις: -εως, ἡ, = ἀπονάρκωσις, Πλούτ. 2. 652D.
Greek Monolingual
ἀπονάρκησις, η (Α)
απονάρκωση.