ἀπονηρευσία

English (LSJ)

ἡ, (πονηρεύομαι) innocence, gloss on εὐήθεια, Sch. D. 2.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inocencia, sencillez glos. a εὐήθεια Sch.D.2.6.47c.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, Schuldlosigkeit, Schol. Dem. Ol. 1, p. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονηρευσία: ἡ, (πονηρεύομαι) ἀθῳότης, Οὐλπιαν. εἰς Δημ.: ― Ἐπιθ. ἀπονήρευτος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 89.: ― Ὡσαύτως, ἀπονηρία, ἡ, Ἐκκλ.