ἀποπληρωτής

English (LSJ)

ἀποπληρωτοῦ, ὁ, one who completes or fulfils, τῶν αἱρεθέντων Pl.R. 620e, cf. Jul.Or.2.90c, Iamb.Myst.5.10,al.

Spanish (DGE)

-οῦ
que vela por el cumplimiento, ejecutor (δαίμων) ἀ. τῶν αἱρεθέντων Pl.R.620e, τῶν δικασθέντων Iul.Or.3.90c, cf. Iambl.Myst.5.10.

German (Pape)

[Seite 319] ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεθέντων Plat. Rep. X. 620 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπληρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπληρῶν ἢ ἐκπληρῶν, τῶν αἱρεθέντων Πλάτ. Πολ. 620Ε. - Ἐπίθ. -ωτικός, ή, όν, ὁ συμπληρῶν, ὁ ἐκπληρῶν, Γεωργ. Ἀκροπ. Χρον. σ. 26Β. - Ἐπίρρ. -ικῶς Θεόδ. Στουδ. σ. 139D.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπληρωτής: οῦ ὁ исполнитель (τῶν αἱρεθέντων Plat.).