ἀποτροχίζω

English (LSJ)

deporto, Glossaria.

Spanish (DGE)

deporto, Gloss.2.44, 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτροχίζω: μετακομίζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τελειώνω το τρόχισμα.