Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρόχισμα

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

και τρούχισμα, το, Ν τροχίζω / τρουχίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τροχίζω, ακόνισμα
2. καθαρισμός και λείανση δοντιού με τον τροχό
3. μτφ. εξάσκηση για την απόκτηση επιδεξιότητας.