ἀποφαλακρόομαι

English (LSJ)

Pass., become bald, Phryn.PSp.26B.

Spanish (DGE)

quedarse calvo Phryn.PS 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφᾰλακρόομαι: παθ. γίνομαι φαλακρός, Α. Β. 16. 32, ἐν λέξ. ἀναφαλαντίας.