ἀποφθεγκτήριον

English (LSJ)

τό, an utterance, Man.4.550.

Spanish (DGE)

-ου, τό dicho, mensaje ἀποφθεγκτήρια κρυπτά Man.4.550.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφθεγκτήριον: τὸ, ἔκφρασις, ἐκφώνησις, Μανέθ. 4. 550.