ἔκφρασις

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκφρᾰσῐς Medium diacritics: ἔκφρασις Low diacritics: έκφρασις Capitals: ΕΚΦΡΑΣΙΣ
Transliteration A: ékphrasis Transliteration B: ekphrasis Transliteration C: ekfrasis Beta Code: e)/kfrasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A description, ekphrasis, D.H.Rh.10.17 (pl.), Luc.Hist.Conscr. 20, Hermog.Prog.10, Aphth.Prog.12, etc.; title of works descriptive of works of art, as that of Callistratus.
II = ἐπιθυμία, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἔκφρᾰσις) -εως, ἡ
1 descripción literaria según una técnica retórica específica, Theo Prog.65.15, 72.12, 118.22, Hermog.Prog.10, Aphth.Prog.12, D.H.Rh.10.17, Eust.1125.28, c. gen. obj. τῶν χωρίων καὶ ἄντρων ἔ. Luc.Hist.Cons.20, ἔ. ὑπηρεσίας, χρημάτων, πλούτου, δορυφόρων, καὶ τῶν τοιούτων Sopat.Rh.Tract.309.7, cf. 353.6, como tít. de tratados de obras de arte, de Callistr., AP 2 tít. (Christod.), Io.Gaz., Paul.Sil.Soph., ἔ. εἰς τὴν ἁγίαν Εὐφημίαν τὴν μάρτυρα Ast.Am.Hom.11 (tít.).
2 exposición, explicación de un tema o de una idea, Eus.HE 1.2.2, Clem.Al.Strom.1.1.12, Syrian.in Hermog.2.108.5, cf. Hsch.
3 referencia, alusión c. gen. ἁλούσης πόλεως Sch.A.Th.338a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
description.
Étymologie: ἐκφράζω.

German (Pape)

[Seite 786] ἡ, die vollständige Erzählung, Beschreibung; Luc. hist. conscr. 20; Rhett.; Auslegung, Schol.

Greek Monolingual

η (AM ἔκφρασις)
νεοελλ.
1. εκδήλωση, εξωτερίκευση, διατύπωση διανοήματος με τον λόγο
2. (φιλοσ.) η εξωτερίκευση ενεργειών ή καταστάσεων με κινήσεις του σώματος, με σημεία, λέξεις, εικόνες, κ.λπ.
3. η απεικόνιση της ψυχικής καταστάσεως στο πρόσωποέκφραση ματιών»)
4. εμφάνιση, όψη, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κανείς, το ύφος
αρχ.-μσν.
περιγραφήἔκφρασις Ἁγ. Σοφίας»)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) «λόγος εναργής»
β) «επιθυμία».

Russian (Dvoretsky)

ἔκφρᾰσις: εως ἡ изложение, описание Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφρᾰσις: -εως, ἡ, διὰ λόγου περιγραφή, Διον. Ἁλ. 10. 17, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 20˙ «ἔκφρασις˙ λόγος ἐναργὴς» Ἡσύχ.˙ - ὄνομα πολλῶν μεταγενεστέρων ποιημάτων περιγραφόντων ἔργα τῆς τέχνης, οἷον τὸ τοῦ Χριστοδώρου ἐν Ἀνθ. Π. 2, τὸ τοῦ Παύλου Σιλεντιαρίου, κλ.

Greek Monotonic

ἔκφρᾰσις: -εως, ἡ, περιγραφή με λόγια, εξιστόρηση, σε Λουκ.

Translations

Czech: ekfráze; Danish: ekfrase; Finnish: ekfrasis; French: ekphrasis; German: Ekphrasis, Ekphrase; Hebrew: אקפראסיס‎; Italian: ecfrasi; Polish: ekfraza; Russian: экфрасис; Spanish: écfrasis; Swedish: ekfras