ἀποχαλινόω

English (LSJ)

unbridle, X.Eq.11.7: metaph., ἀ. τὴν αἰδῶ Plu.2.794c.

Spanish (DGE)

desenfrenar c. ac. τοὺς ἵππους I.BI 6.153, Polyaen.6.4.2, tb. en v. med. de caballos, X.Eq.11.7
fig. dar rienda suelta τὴν πρὸς αὐτὸν αἰδῶ τῶν νέων Plu.2.794c.

German (Pape)

[Seite 336] abzäumen, Xen. Equ. 11, 7; Plut. an sen. r. g. 21.

French (Bailly abrégé)

ἀποχαλινῶ :
ôter le mors, débrider.
Étymologie: ἀπό, χαλινόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχᾰλινόω: разнуздывать (sc. ἵππον Xen.; τὴν αἰδῶ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχᾰλινόω: ἀφαιρῶ τὸν χάλινον, Ξεν. Ἱππ. 11. 7· τὴν πρὸς αὐτὸν αἰδῶ τῶν νέων ἀποχαλινοῦντα Πλούτ. 2. 794C.

Greek Monotonic

ἀποχᾰλινόω: μέλ. -ώσω, αφαιρώ το χαλινάρι από φορτηγό ζώο, σε Ξεν.