ἀποψέ
English (LSJ)
Adv. late, A.D.Synt.304.16.
Spanish (DGE)
adv. tarde A.D.Synt.304.16, cf. 336.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψέ: ἐπίρρ. ὀψέ, ἀργά, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 336.
Greek Monolingual
επίρρ.
1. κατά τη διάρκεια της περασμένης νύχτας
2. σήμερα το βράδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απόψε < αρχ. απο -ψέ < απ' οψέ].