ἀπροαιρεσία

English (LSJ)

ἡ, inconsistency, Hp.Ep.17; prob. in Sammelb. 4317.5 (ii/iii A. D.), for τῆς σῆς σαπροεραισει.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
temeridad, falta de reflexión ὁ δὲ αὐτέων κατακρίνει τὴν ἀπροαρεσίην Hp.Ep.17 (p.368), quizá en χάρειν τῆς σῆς {σ}ἀπροεραίσει SB 4317.5 (II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unvorsätzlichkeit, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροαιρεσία: ἡ, ἔλλειψις προαιρέσεως, ἀπερισκεψία, ἀλογιστία, Ἱππ. Ἐπιστολ. 1283. 37.