ἀλογιστία
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
Ion. ἀλογιστίη, ἡ, thoughtlessness, rashness, Democr.289, Plb.5.15.3, Chrysipp.Stoic. 3.129, Phld.Ir.p.93 W., Plu.2.466c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλογιστίη
falta de juicio, falta de cálculo, insensatez, irracionalidad ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.Ep.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.Ir.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes Cels.8.63
•en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.Stoic.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3Ma.5.42
•incapacidad de juicio, desconcierto θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
irréflexion.
Étymologie: ἀλόγιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογιστία: ἡ безрассудство, неразумие Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογιστία: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, προπέτεια, Πολύβ. 5. 15. 3, Πλούτ., κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀλογιστία) ἀλόγιστος
αμυαλιά, απερισκεψία.
Greek Monotonic
ἀλογιστία: ἡ, απερισκεψία, αβουλία, προπέτεια, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.
Translations
thoughtlessness
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: irréflexion; Greek: ασυλλογισιά; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβουλία, ἀβουλίη, ἀεσιφροσύνη, ἀλογιστία, ἀλογιστίη, ἀνεπιστασία, ἀστοχία, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, εἰκαιοσύνη, κακοφροσύνη, νηπιοφροσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, τὸ ἀλόγιστον, τὸ ἄφρον, χαλιφροσύνη; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: temeritas; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť
thoughtlessness
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: irréflexion; Greek: ασυλλογισιά; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβουλία, ἀβουλίη, ἀεσιφροσύνη, ἀλογιστία, ἀλογιστίη, ἀνεπιστασία, ἀστοχία, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, εἰκαιοσύνη, κακοφροσύνη, νηπιοφροσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, τὸ ἀλόγιστον, τὸ ἄφρον, χαλιφροσύνη; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: temeritas; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť