ἀπρόσθικτος

English (LSJ)

ἀπρόσθικτον, untouched, not to be touched, Hsch. s.v. ἀπροτίμαστος.

Spanish (DGE)

-ον
no tocado Apollon.Lex.α 579, cf. Hsch.s.u. ἀπροτίμαστος.

German (Pape)

[Seite 339] unberührt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσθικτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, «ἄψαυστος» Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπροτίμαστος.