ἀπόβαμμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A water drawn from a sacred spring, IG4.1607 (Cleonae).
II tincture, infusion, Sch.Nic.Al.51.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. -βαμα SEG 25.358.2 (Cleonas VI a.C.)
1 agua lustral, SEG l.c.
2 tintura Sch.Nic.Al.52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβαμμα: τό, ὕδωρἄλλο τι ὑγρὸν ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐβάφη πεπυρακτωμένος σίδηροςἄλλο μέταλλον, ἢ ἄλλο πρᾶγμα, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 51.