ἀπόσταγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, that which trickles down, κυκεῶνος Tz.ad Lyc. 607, EM538.16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
goteo, chorreo τοῦ κυκεῶνος Tz.ad Lyc.607, EM 538.16G., τῆς σταφυλῆς Epaphr.51.

German (Pape)

[Seite 326] τό, das Herabgetröpfelte, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσταγμα: τὸ τὸ στάζον ἀπό τινος, ἀπόσταγμα κυκεῶνος Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 607.

Greek Monolingual

το (Μ ἀπόσταγμα) νεοελλ. υγρό που προήλθε από απόσταξη διαφόρων υλών
μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.