ἀργαίνω

English (LSJ)

to be white, E.Fr.73, Philod.Scarph.126 (prob.), Opp.C. 3.299:—in Pass., Nonn. D. 34.145 (s. v.l.).

Spanish (DGE)

blanquear E.Fr.73, ἀργαίνοντ' ἐλέφαντι que resalta con la blancura del marfil Philod.Scarph.126, cf. Opp.C.3.299.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργαίνω: λευκαίνω, ποιῶ τι λευκόν, «ἀργαίνειν, τὸ λευκαίνειν παρ’ Εὐριπίδῃ ἐν Ἀλκμέωνι» Εὐστ. 1430, (Εὐρ. Ἀποσπ. 74), Ὀππ. Κυνηγ. 3. 299.

Greek Monolingual

ἀργαινω (Α) [[[αργός]] Ι]
κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω.

German (Pape)

weiß sein, Eur. frg.; Opp. Cyn. 3.299.