ἀργιβρέντας
English (LSJ)
ὁ, (> βρέμω, βροντή) = ἀργικέραυνος (wielder of bright lightning), Pi. (?) Oxy. 1792 ; cf. ἀναξιβρέντας.
Spanish (DGE)
(ἀργῐβρέντας) ὁ centelleante epít. de Zeus, Pi.Fr.52m.9.
English (Slater)
ἀργιβρέντας of the flashing thunder κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα (Pae. 12.9)