ἀργῄς

Russian (Dvoretsky)

ἀργῄς: ῆτος adj. (эп. dat. ἀργέτι, acc. ἀργέτα) ярко-белый, светлый, сияющий, сверкающий (δημός, ἑανός Hom.; κεραυνός Hom., Arph., Arst.; μαλλός Aesch.; Κολωνός Soph.).