ἀργέτι
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ἀργέτα, v. ἀργής:—nom. ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Ἠώς Nonn. D. 16.124; voc. ἀργέτι AP5.253 (Paul. Sil.):—also nom. ἀργέτᾰ Μήνη Max.587; ἀργέται ἵπποι Orac. ap. Phleg.Mir.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργέτι: ἀργέτα, ἴδε ἐν λ. ἀργής: - ἡ ὀνομ. ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Νόνν. Δ. 16. 124˙ κτλ. ἀργέτι Ἀνθ. Π. 5. 254: - ὡσαύτως ὀνομ. ἀργέτᾰ Μήνη Μάξιμ. π. καταρχ. 305.
Greek Monotonic
ἀργέτι: ἀργέτα, Επικ. αντί ἀργῆτι, ἀργῆτα, δοτ. και αιτ. του ἀργής.