ἀρρέμβαστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρέμβαστος: -ον, ὁ μὴ ῥεμβάζων, ἀπερίσπαστος, προσηλωμένος, εὐχὴ Νεῖλ. 569Β, προσευχὴ Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1088C. - Ἐπίρρ. ἀρρεμβάστως, ἄνευ ῥεμβασμοῦ, Νεῖλ. 79Β, 509Α.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀρεμ- Nil.M.79.509A
1 no divagante, recogido fig. εὐχή Mac.Aeg.Hom.31.2.
2 adv. -ως sin distracción, sin vacilación (πίστις) ἀρεμβάστως προσφερομένη Χριστῷ Nil.l.c., ἀ. ... νυκτερίῳ εὐχῇ προσπαραμένειν Nil.M.79.97B.