ἀρραφής
English (LSJ)
ἀρραφές, = ἄρραφος (without seam, without sutures) 2, κεφαλαί Arat. Iatr. ap. Poll. 2.38.
Spanish (DGE)
(ἀρρᾰφής) -ές
medic. que no tiene suturas πολλαὶ δ' ἀρραφέες κεφαλαί Arat.SHell.95.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρραφής: -ές, = τῷ ἑπ., ἄνευ τοῦ πριονωτοῦ τοῦ κρανίου, ἄνευ ῥαφῶν τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, ἀρραφέες κεφαλαὶ Ἄρατ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 38.
Greek Monolingual
German (Pape)
ές, Arat. bei Poll. 2.38, = ἄρραφος.