ἀρσενόμορφος
English (LSJ)
ἀρσενόμορφον, of masculine form or look, Orph.H.36.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ εἶδος ἄρρενος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 7.
Greek Monolingual
ἀρσενόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει αντρική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -μορφος < μορφή.