[Seite 363] ἡ, Brotvertheilung, Sp.
ἀρτοδαισία: ἡ, (δαίω Β) διανομὴ ἄρτων, Προκόπ. Βανδ. 1. 13. σ. 210Β.
ἀρτοδαισία, η (Μ)η διανομή άρτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -δαισία < -δαίτης < δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»].