ἀρτοσιτία

English (LSJ)

ἡ, feeding on bread, Id.Mul.1.66 (pl.), Epid.5.52.

German (Pape)

[Seite 363] ἡ, das Brotessen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι ἄρτον μόνον, Ἱππ. 615. 45., 1155Α.

Greek Monolingual

ἀρτοσιτία, η (Α) αρτοσιτώ
το να τρώγει κανείς μόνο ψωμί.