ἀρχιπάτωρ

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιπάτωρ: -ορος, ὁ, γενάρχης οἰκογενείας ἢ ἔθνους, πατριάρχης, Δαμασκ. ΙΙ. 276Β.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ primer padre de Adán, Basil.M.31.1384A.