γενάρχης

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενάρχης Medium diacritics: γενάρχης Low diacritics: γενάρχης Capitals: ΓΕΝΑΡΧΗΣ
Transliteration A: genárchēs Transliteration B: genarchēs Transliteration C: genarchis Beta Code: gena/rxhs

English (LSJ)

γενάρχου, ὁ,
A genarch, founder or first ancestor of a family, Call.Fr.36, Lyc.1307; of Julius Caesar, Ph.2.528; of Abraham, Id.1.513; epithet of Heracles, IG 5(1).497 (Sparta), al.
II ruler of created beings, γενάρχα τῆς γενεσιουργίας Corp.Herm.13.21, cf. Orph.H.13.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Morfología: [lacon. gen. γενάρχα IG 5(1).497.15 (Esparta II d.C.)]
1 progenitor, fundador de una familia, estirpe o raza Φοῖβέ τε καὶ Ζεῦ, Διδύμων γενάρχα Call.Fr.229.1, ἐμοὺς γενάρχας ἐξέφυσε Δάρδανος Dárdano procreó a mis progenitores Lyc.1307, τῶν ... οἴκων γενάρχας Plu.2.325f, Ἀδάμ, ὁ ἀνθρώπων γ. Basil.Ep.362, de Abraham, Ph.1.513, τρεῖς τοὺς γενάρχας τοῦ ἔθνους de Abraham, Isaac y Jacob, Ph.1.646, cf. I.AI 1.235, Poll.3.19, Hsch.
epít. de Heracles Ἡρακλέους Γενάρχα IG l.c.
gener. creador de los seres, origen Ζεῦ γενάρχα καὶ πατὴρ φυτῶν πάντων Babr.142.3, Προμηθεῦ, γενάρχα Orph.H.13.8, ὄμβροιο γενάρχα del Noto, Orph.H.82.3, γενάρχα τῆς γενεσιουργίας de Dios Corp.Herm.13.21, cf. Cat.Apoc.4.4.
2 señor de una raza ref. a los 70 ancianos γενάρχαι δὲ τοῦ σύμπαντος ἔθνους Ph.2.111
etnarca, administrador y juez de los judíos en Alejandría μετὰ τὴν τοῦ γενάρχου τελευτήν Ph.2.527.

German (Pape)

[Seite 480] ὁ, der Erste eines Geschlechtes, Stammvater, Sp., wie Lycophr. 1307, u. in Prosa, Phil., Ios. Ant. 1, 13, 4.

Russian (Dvoretsky)

γενάρχης: ου ὁ родоначальник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γενάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἱδρυτὴς ἢ πρῶτος πρόγονος οἰκογενείας τινός, Λυκ. 1307, Herm. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 531· περὶ τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος, Φίλων 2. 527·- ἐντεῦθεν, γεναρχέω, εἶμαι γενάρχης, Ἰαμβ. Μυστ. σ. 177.

Greek Monolingual

ο (AM γενάρχης)
νεοελλ.
ο αρχηγός γένους ή έθνους
αρχ.-μσν.
1. ο ιδρυτής, ο πρώτος σε μια επιφανή οικογένεια
2. ο πρώτος του γένους τών ανθρώπων, ο Αδάμ
αρχ.
ο κυβερνήτης τών όντων, ο θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + -αρχης < άρχω].

Léxico de magia

fundador, creador ref. a la divinidad suprema κρυφίων πάντων ἄναξ, ταμία λήθης, γενάρχα σιγῆς tú, señor de todo lo oculto, administrador del olvido, fundador del silencio P IV 1782