πατριάρχης
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
πατριάρχου, ὁ, (πατρι
A father or chief of a race, patriarch, LXX 1 Ch. 27.22, Act.Ap.2.29, 7.8, Ep.Hebr.7.4.
II title borne by the Bishops of Rome, Constantinople, Jerusalem, Antioch, and Alexandria, Just.Nov.3.2, etc.:—Adj. πατριαρχικός, ή, όν, of or belonging to him, θρόνος ib.7 Praef.1, cf. Cod.Just.1.5.12.22.
German (Pape)
[Seite 535] ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
auteur ou chef d'une famille, patriarche.
Étymologie: πατήρ, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατριάρχης -ου, ὁ [πατριά, ἄρχω] aartsvader. NT.
Russian (Dvoretsky)
πατριάρχης: ου ὁ родоначальник, патриарх NT.
English (Strong)
from πατριά and ἄρχω; a progenitor ("patriarch"): patriarch.
English (Thayer)
πατριάρχου, ὁ (πατριά and ἄρχω; see ἑκατοντάρχης), a Hellensitic word (Winer's Grammar, 26), a patriarch, founder of a tribe, progenitor: used of David, הָאָבות רֹאשׁ, שְׁבָטִים שַׂר, הַמֵּאות שַׂר, 2 Chronicles 23:20.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. ο αρχηγός της πατριάς, του συνόλου τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, της φυλής, του γένους
2. (στην ΠΔ) οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους, και ιδίως οι αρχηγοί του ισραηλιτικού λαού από τον Αβραάμ ώς τους γιους του Ιακώβ
(νεοελλ. μσν.)
1. τίτλος τών επισκόπων της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας και τών Ιεροσολύμων και τών αρχηγών τών αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, από τους οποίους ο επίσκοπος της Ρώμης γρήγορα αντικατέστησε τον τίτλο αυτό με τον τίτλο πάπας, ενώ οι πατριάρχες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διατήρησαν τον τίτλο από τον 5ο αιώνα ώς σήμερα
2. «Οικουμενικός Πατριάρχης» — τίτλος που δόθηκε στον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως μετά την Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451), ο οποίος από τότε έχει το προβάδισμα μεταξύ όλων τών πατριαρχών της Ανατολικής Εκκλησίας
νεοελλ.
1. (ειδικότερα στη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία) ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους
2. μτφ. υπερήλικος με πολλούς απογόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατριά «σύνολο προγόνων, γένος» + -άρχης].
Greek Monotonic
πατριάρχης: -ου, ὁ (πατριά II), πατέρας ή αρχηγός φυλής, πατριάρχης, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πατριάρχης: -ου, ὁ, (πατριὰ) ὁ πατὴρ ἢ ἀρχηγὸς πατριᾶς ἢ γένους, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ΚΖ΄, 22), Πράξ. Ἀποσπ. β΄, 29, ζ΄, 8, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ζ΄, 4· - πατριαρχία, ἡ, καταγωγὴ ἐκ πατριάρχου, Ἐπιφάν. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐπώνυμον τῶν ἀρχιεπισκόπων Ἱερουσαλήμ, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 8730, 8834, 8987, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν πατριαρχέω ἢ -εύω, εἶμαι πατριάρχης, πατριαρχεῖον, τό, τὸ μέγαρον ἔνθα διαμένει, πατριαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα· ἐπίθ., -χικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτόν.
Middle Liddell
πατρι-άρχης, ου, ὁ, πατριά II]
the father or chief of a race, a patriarch, NTest.
Chinese
原文音譯:patri£rchj 爬特里-阿而黑士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:父親- 原始 相當於: (רֹאשׁ)
字義溯源:先祖,族長,元老;由(πατριά)=父系血統)與(ἄρχω)*=為首)組成;其中 (πατριά)出自(προπάτωρ / πατήρ)*=父親)。和合本對族長元老不同的譯字:
1)各族長者( 代上24:31;the principal fathers)
2)以色列眾支旅首領( 代上27:22;the prince of the tribes of Israel)
3)以色列族長( 代下19:8;the chief of the fathers of Israel)
4)百夫長( 代下23:20;the captains of hundreds)
5)族長( 代下26:12;chief of the fathers)
出現次數:總共(4);徒(3);來(1)
譯字彙編:
1) 先祖(4) 徒2:29; 徒7:8; 徒7:9; 來7:4
Mantoulidis Etymological
(=ἀρχηγός μιᾶς πατριᾶς, μιᾶς οἰκογένειας). Ἀπό τό πατριά (=γενιά) + ἀρχή τοῦ ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πατρίς.