ἀρχισατράπης
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, erster Satrap, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχισατράπης: -ου, ὁ πρῶτος τῶν σατραπῶν, Νικήτ. Εὐγ. 1. 237., 5. 181.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ archisátrapa de Satanás A.Pil.B 22.1, 2.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀρχισατράπης)
ο πρώτος των σατραπών
νεοελλ.
μτφ. ο πολύ αυταρχικός, ο τυραννικός
μσν.
ο διάβολος.