ἀρχοντικός
English (LSJ)
ἀρχοντική, ἀρχοντικόν,
A of an archon, πέλεκυς AP9.763 tit. (Jul. Aegypt.); ὑπηρεσία PGrenf.2.82.15 (400 A.D.): generally, of a ruler, Corp.Herm.1.25.
2 ex-archon, IG14.756a (Naples), cf. 1789.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1rector, revestido o dotado de autoridad τὸ ἀρχοντικόν (μέρος) (la parte) rectora del órgano deliberativo, Hippod.98.25, ἰατρική Olymp.in Grg.32.2
•propio del que manda, imperativo λόγος Eust.165.45
•neutr. plu. adv. como es propio del que manda ἄρχων δὲ ἀρχοντικὰ βουλεύσεται Sm.Is.32.8
•de pers. y seres celestes dominante, dominador, capacitado para el mando Vett.Val.14.9, 67.28, 341.11, de jerarquías angélicas, Ign.Trall.5.2, ἀ. ἄγγελος ἐν ἡλίῳ Clem.Al.Ecl.56
•c. gen. dominador de, que manda sobre πνευμάτων de Cristo, Eus.DE 4.4.
2 c. cierto sent. peyor. autoritario, mandón ἀρχοντικὴ προφανία Corp.Herm.1.25, propio de espíritus malignos (ἐὰν πνεῦμα) ἀρχοντικὸν ἐπέλθῃ σοι Sm.Ec.10.4, cf. Pall.H.Laus.22.9, δαίμονές τινες πικροὶ καὶ ἀρχοντικοί Nil.Ep.M.79.224A
•esp. de los siete ángeles de los gnósticos, Cels.Phil.6.27, 33
•de aquí οἱ ἀρχοντικοί los arcónticos n. de una secta gnóstica, Epiph.Const.Haer.40.1, Anac.40, Thdt.M.83.360C
•poderosamente maligno, diabólico τὸν διάβολον καὶ τὰς μετ' αὐτὸν ἀρχοντικὰς καὶ πονηρὰς δυνάμεις Eus.DE 9.7, cf. Apoph.Mac.Aeg.M.34.212B.
II en rel. con instituciones romanas
1 del mandatario e.d. del gobernador o prefecto πέλεκυς AP 9.763 tít. (ap. crít.) (Iul.Aegypt.), καταγώγιον residencia oficial del prefecto, SB 9152.9, ὑπηρεσία PGrenf.2.82.15 (V d.C.)
•subst. mando, gobierno εἰς ἀρχοντικόν PMich.660.5 (VI d.C.).
2 c. rel. a cargos de la administración romana consular, IG 14.756a (Nápoles I d.C.)
•ex-duumviro, IG 14.1789 (Roma)
•subst. οἱ ἀρχοντικοί dud., quizá de familias con miembros que han desempeñado cargos públicos POxy.2346.23 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 366] zum Archon gehörig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 d'archonte;
2 de chef en gén.
Étymologie: ἄρχων.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχοντικός: архонтовский, принадлежащий правителю (πέλεκυς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχοντικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἄρχοντος ἢ ὁ εἰς ἄρχοντα ἀνήκων, εἰς ἀρχοντικόν πέλεκυν Ἀνθ. Π. 9. 763 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τοῦ ἐπιγράμματος). 2) ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τοῦ ἄρχοντος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5799, 6615. ΙΙ. οἱ Ἀρχοντικοί, αἱρετικοί πιστεύοντες καὶ δογματίζοντες ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶχεν ἕνα μόνον δημιουργὸν και κυβερνήτην, ἀλλὰ πολλούς, Ἐπιφάν. Ι. 580Β κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ο (AM ἀρχοντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άρχοντα
νεοελλ.
1. εκείνος που ταιριάζει σε άρχοντα, ο μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και στους τρόπους
2. το ουδ. ως ουσ. το σπίτι πλούσιου ή άρχοντα (και φιλοφρονητικά κάθε σπίτι) («Σε τούτο δω τ' αρχοντικό πέτρα να μη ραγίσει»)
(αρχ.- μσν.) οἱ Ἀρχοντικοί
αιρετικοί οι οποίοι πίστευαν ότι ο κόσμος δεν έχει ένα μόνο δημιουργό και κυβερνήτη αλλά πολλούς.
Greek Monotonic
ἀρχοντικός: -ή, -όν (ἄρχων), αυτός που ανήκει σε άρχοντα, σε Ανθ.