ἀσέλινος

English (LSJ)

ἀσέλινον, without crown of celery, νίκη D.C.68.19.

Spanish (DGE)

-ον no coronado de apio e.d. no premiado νίκη D.C.68.19.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέλῑνος: -ον, ἄνευ τοῦ ἐκ σελίνου στεφάνου, νίκη ἀσέλινος, ἄναιμος, Δίων Κ. 68. 19 Bekk.