ἀσπάθητος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (σπᾰθάω) not struck close with the σπάθη: hence, either loosely woven or not woven (i.e. of skin), χλαῖνα S.Fr.877: generally, not in close order, φάλαγξ D.H.16.3.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
de tejido poco tupido χλαῖνα S.Fr.877, cf. Hsch.
fig. poco compacto φάλαγξ D.H.16.3.

German (Pape)

[Seite 372] nicht gewebt, χλαῖνα Soph. frg. 849, VLL. δορὰ ἀνύφαντος. Bei Dion. Hal. Epit. 16, 7 φάλαγξ, nicht dicht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάθητος: -ον, (σπᾰθάω) μὴ κτυπηθεὶς καλῶς διὰ τῆς ὑφαντικῆς σπάθης, μὴ ὑφανθεὶς πυκνῶς, «ἀσπάθητα· τὰ μὴ κεκρουσμένα τῇ σπάθῃ ἱμάτια» Ἡσύχ.· «ἀσπάθητον χλαῖναν· τὴν δοράν, παρ’ ὅσον οὐχ ὕφανται» ὁ αὐτ. (Σοφ. Ἀποσπ. 849): ― ἐν γένει, ὁ μὴ πυκνός, τὴν φάλαγγα ἀσπάθητον οὖσαν καὶ λαγαρὰν Διον. Ἁλ. Ἐπιτ. 16. 7.

Greek Monolingual

ἀσπάθητος, -ον (Α) [[[σπαθώ]] (-άω)]
1. (για ύφασμα) αυτός που δεν έχει χτυπηθεί πολύ με τη σπάθη του αργαλιού, που δεν έχει πυκνή ύφανση
2. (για παράταξη στρατιωτών) ο αραιός.