ἀστίβητος

English (LSJ)

[ῐ], ον, = ἀστιβής, Lyc.121, Procop.Arc.14; ἀ. οἶκοι· ἄδυτα, Hsch.:—also ἄστῐβος, ον, AP7.745 (Antip. Sid.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
no pisado, no frecuentado οἶμος Lyc.121, ὁδός Procop.Arc.14.14
ἀστίβητοι οἶκοι· ἄδυτα Hsch.

German (Pape)

[Seite 376] dasselbe, οἶμος Lycophr. 121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστίβητος: -ον, Λυκόφρ. 121˙ καὶ ἄστῐβος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 755, = τῷ προηγ.

Greek Monolingual

ἀστίβητος, -ον (AM)
ο αστιβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + στιβώπατώ, περιπατώ») < στίβος.