ἀσυμμιγής

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμμῐγής: -ές, = τῷ ἑπομ., Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 525Β.

Spanish (DGE)

-ές
no mezclado, fig. libre de ἀσυμμιγῆ τοῦ χείρονος πολιτείαν Cyr.Al.M.71.448D.

Greek Monolingual

ἀσυμμιγής, -ές (Α)
ο ασύμμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμμιγής < συμμειγνύω].

German (Pape)

ές, Sp. = ἀσύμμικτος.