ἀσυνουσίαστος
German (Pape)
[Seite 380] ohne Gemeinschaft, ohne Umgang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνουσίαστος: -ον, ὁ ἄνευ συνουσίας, συναναστροφῆς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6. σ. 51.
Spanish (DGE)
-ον
solitario ἀκοινώνητός εἰμι καὶ ἀ. Chrys.Sac.6.12.58.
Greek Monolingual
ἀσυνουσίαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει έλθει σε συνουσία.