ἀτεραμνία

English (LSJ)

[ᾰτ], Ion. -ιη, ἡ, harshness, hardness, ὑδάτων Hp.Aër. 4.

German (Pape)

[Seite 385] ἡ, die Härte, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεραμνία: Ἰων. -ίη, ἡ, σκληρότης, τραχύτης, ὑδάτων Ἱππ. π. Ἀέρ. 282.