ἀτερμάτιστος

English (LSJ)

[μᾰ], ον,
A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472.
II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 ilimitado ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.
2 inseguro σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀτερμάτιστος: беспредельный, бесконечный Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτερμάτιστος: -ον, ἀπεριόριστος, ἄπειρος, ἄμετρος, ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· χρόνος Εὐσέβ. - ὡσαύτως, ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτερμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τέρμα, ατέλειωτος
2. εκείνος που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος
αρχ.
απεριόριστος, άμετρος.