άμετρος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμετρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος
2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος
3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος
αρχ.
1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος
2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην υπερβολή, άκρατος, αχαλίνωτος
3. ακατάπαυστος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μέτρον.
ΠΑΡ. ἀμετρία
αρχ.
ἀμετρί.
ΣΥΝΘ. ἀμετροεπής αρχ. ἀμετρόδικος
μσν.
ἀμετράριθμος
μσν.- νεοελλ.
ἀμετροπότης
νεοελλ.
αμετροβαθής, αμετρόβιος, αμετρόκακος, αμετρολόγος, αμετροφάγος, αμετρόφωνος, αμέτρωψ].