ἀτηρής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ές infatigable Hsch. (prob. por ἀτειρής).
German (Pape)
[Seite 386] ές, schädlich, τινός Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτηρής: -ές, = ἀτηρός, Ἱππ. ἴδε Foës Οἰκον. ἐν λ.
-ές infatigable Hsch. (prob. por ἀτειρής).
[Seite 386] ές, schädlich, τινός Hippocr.
ἀτηρής: -ές, = ἀτηρός, Ἱππ. ἴδε Foës Οἰκον. ἐν λ.