ἀτειρής
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ἀτειρές,
A not to be rubbed or not to be worn away, indestructible, in Hom. mostly of brass or iron, Il.5.292, al.
II metaph., stubborn, unyielding, αἰεί τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστιν ἀ. ib.3.60, cf. 15.697; [Hercules] μένος αἰὲν ἀ. Od.11.270; φωνή Il.13.45, 17.555; ὄμματα Emp.86; ἀτειρέσιν ἀκτίνεσσιν Id.84.6; ἀγαθόν Pi.O.2.36; of persons, κἀν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν ἀ. stubborn, Theoc.23.6; ἀτειρὴς οἴνῳ AP12.175 (Strat.); τὸ ἀτειρές = stubbornness, Pl.Cra.395b; Pythag. etym. of τριάς, Theol.Ar.15.—In Archig. ap. Gal.8.87 ἀτειρός. Adv., Comp. ἀτειρότερον Gal.8.110, prob. in D.L.6.99.
Spanish (DGE)
-ές
1 duro, sólido, inquebrantable χαλκός Il.5.292, Emp.B 143, γαῖα (por sus minas de hierro) A.R.2.375, πέτρα A.R.1.26.
2 fig. duro, obstinado, que no cede αἰεί τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστιν ἀ. Il.3.60
•infatigable de guerreros ἀκμῆτες καὶ ἀτειρέες Il.15.697, ὦμοι A.R.4.1375, χεῖρες Q.S.1.710, πυγμή Nonn.D.37.491, ἡνιοχεύς Nonn.D.12.16
•tenaz, inflexible de un amante ἀ. κἀν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν Theoc.23.6
•c. dat. que no sucumbe ante Ἄρηϊ ... ἀτειρεῖς de guerreros invencibles Orph.A.824, τίς ἀ. οἴνῳ; AP 12.175 (Strat.)
•infatigable de abstr. μένος ref. a Heracles Od.11.270, φωνή Il.13.45, 17.555, ἀκτῖνες Emp.B 84.6, ὄμματα Emp.B 86, de las almas bienaventuradas, Emp.B 147
•inalterable ἀγαθόν Pi.O.2.33
•del n. de la tríada inquebrantable ἀ. ... καὶ ἀκαταπόνητος Theol.Ar.15
•subst. τὸ ἀτειρές = obstinación Pl.Cra.395b.
• Etimología: De *ἀτερϝής de la raíz *terHu̯- cf. lat. protervus, gr. τέρυ.
German (Pape)
[Seite 384] ές, nicht aufzureiben, unverwüstlich, fest, κραδίη πέλεκυς ὥς Il. 3, 60; von Kämpfern, neben ἀκμῆτες 15, 697; ἀτειρὴς μένος Od. 11, 270; φωνή, nicht ermattende Stimme, Il. 13, 45; Pind. ἀγαθόν, dauerhaft, Ol. 2, 36; sp. D., ἐν πόνοις Anacr. 55, 1; unbezwinglich, Ἄρηϊ Orph. Arg. 827; οἴνῳ Strat. 17 (XII, 175); lieblos, hart, ἐν μύθοισιν Theocr. 23, 6; ἐπουράνιοι, ewige, Qu. Sm. 7, 687. Als v.l. Plat. Crat. 395 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dur, solide, indestructible (métal, fer, etc.) ; fig. φωνὴ ἀτειρής IL voix puissante ; μένος ἀτειρής OD (Héraclès) à la force invincible ; ἀτειρὴς κραδίη IL cœur inflexible.
Étymologie: ἀ, τείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτειρής:
1 несокрушимый, твердый, прочный (χαλκός Hom.; ἀγαθόν Pind.);
2 непреклонный, упорный (κραδίη Hom.);
3 неслабеющий, мощный (φωνή Hom.): ἀ. οἴνῳ Anth. не пьянеющий;
4 неукротимый (μένος Hom.);
5 суровый, жестокий (ἐν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν Theocr.; θυμός Plut.);
6 неутомимый (ἐν πόνοις Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτειρής: -ές, ὃς οὐ τείρεται, ἀκαταπόνητος, ἀδάμαστος, ἀκατέργαστος, σκληρός, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, Ἰλ. Ε. 292, κτλ. ΙΙ. μεταφ., ἰσχυρογνώμων, σκληρός, ἄκαμπτος, αἰεί τοι κραδίη πέλεκυς ὥς ἐστὶν ἀτειρής Ἰλ. Γ. 60, πρβλ. Ο. 697· (Ἡρακλῆς) μένος αἰὲν ἀτειρής Ὀδ. Λ. 270· ἐπὶ φωνῆς, Ἰλ. Ν. 45, Ρ. 555· ὄμματα Ἐμπεδ. 218· ἀτειρέσιν ἀκτίνεσιν, αὐτόθι 225· ἀγαθὸν Πινδ. Ο. 2, 60· ἐπὶ ἀνδρός, ἀτειρὴς οἴνῳ Ἀνθ. Π. 12. 175· τὸ ἀτειρές, ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη, ἡ σκληρότης, τὸ ἄκαμπτον, Πλουτ. Κρατ. 395Β. - Ἐν Ἀρχιγ. παρὰ Γαλ. ἀτειρός, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 130.
English (Autenrieth)
ές (τείρω): not to be worn out, unwearied, unyielding; χαλκός, and of persons, μένος, κραδίη, Il. 3.60.
English (Slater)
ᾰτειρής unimpaired ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ (O. 2.33)
Greek Monolingual
ἀτειρής, -ές (Α)
1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός
2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές
ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ- του ρ. τείρω «θλίβω, εξαντλώ» (πρβλ. λατ. tero) είτε με παρέκταση σε κ < ατερF-ής (πρβλ. τέρυ, Ησύχ.) «ασθενές», τρύω > «κατατρίβω, κατατρύχω») είτε με παρέκταση σε ι- < ατερι-ής (πρβλ. λατ. trivi) είτε με μετρική έκταση αντί ατερής. Η ατειρής < ατερσ-ής ή < ατερσ-ιής (πρβλ. τέρσομαι «ξηραίνομαι») δεν είναι ικανοποιητική. Το επίθ. ατειρής απαντά στην ποίηση με πιθανή σημασία «ακατάλυτος, σκληρός» (Όμ., Εμπ., Πίνδ., Θεόκρ.). Ειδικότερα στην Ιλιάδα χρησιμοποιείται συνήθως ως επίθετο του ορείχαλκου. Από την τελευταία αυτή χρήση της λ. προέκυψε η μεταφορική της σημασία «άκαμπτος», με την οποία απαντά ως χαρακτηρισμός προσώπων (Οδ.), ή για να δηλώσει τη σκληρή καρδιά ή τη δυνατή και σταθερή φωνή (Ιλ.) Τέλος, ο Εμπεδοκλής τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τα μάτια και τις ακτίνες].
Greek Monotonic
ἀτειρής: -ές (τείρω), αυτός που δεν δαμάζεται, ακατέργαστος, σκληρός, λέγεται για τον σίδηρο, σε Όμηρ.· μεταφ., ισχυρογνώμων, επίμονος, ανυποχώρητος, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: indestructible, stubborn, hard (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Mostly connected with τείρω oppress, distress, Lat. tero, either with the -u- of τέρυ, < *ἀτερϜ-ής (Bechtel Lex.) or with the -i- of Lat. trivi < ἀτερι̯ής. Improbable Wackernagel, Verm. Beiträge 14ff.: from *ἀτερσής to τέρσομαι as *`not dried, fresh'.
Middle Liddell
τείρω
not to be worn away, indestructible, of iron, Hom.: metaph. stubborn, unyielding, Il.
Frisk Etymology German
ἀτειρής: {ateirḗs}
Meaning: poet. Adj. (seit Il.) unsicherer Bedeutung, etwa unversehrt, hart.
Etymology: Schon wegen der nicht feststellbaren Bedeutung etymologisch mehrdeutig. Gewöhnlich zu τείρω aufreiben, lat. tero gezogen, u. zwar entweder mit der in τέρυ, τρύω vorliegenden u-Erweiterung aus *ἀτερϝής (Froehde BB 20, 218, Ehrlich KZ 39, 570, Bechtel Lex.) oder etwa mit der i-Erweiterung in lat. trīvī (und τείρω??, Specht) aus ἀτερι̯-ής (Specht KZ 66, 212) oder endlich mit metrischer Dehnung für *ἀτερής (Schwyzer 286). — Nach Wackernagel Verm. Beiträge 14ff. aus *ἀτερσής zu τέρσομαι trocken werden, also eig. *nicht trocken, frisch; ähnlich (aus *ἀτερσι̯ής) Brugmann-Thumb 148.
Page 1,177
Translations
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний